κραδίας

κραδίας
κραδίας, -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [κράδη]
1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς
2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» — αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κραδίας — κραδίᾱς , καρδία heart fem acc pl κραδίᾱς , καρδία heart fem gen sg (attic doric aeolic) κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc acc pl κραδίᾱς , κραδίας curdled with fig juice masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίου — κραδίας curdled with fig juice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδία — κραδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc/acc dual κραδίᾱ , καρδία heart fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κραδίᾱ , κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc/acc dual κραδίας curdled with fig juice masc voc sg κραδίᾱ , κραδίας curdled with fig… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίαι — καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίαν — κραδίᾱν , καρδία heart fem acc sg (attic doric aeolic) κραδίᾱν , κραδίας curdled with fig juice masc acc sg (attic epic doric aeolic) κραδίας curdled with fig juice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίᾳ — κραδίαι , καρδία heart fem nom/voc pl κραδίᾱͅ , καρδία heart fem dat sg (attic doric aeolic) κραδίαι , κραδίας curdled with fig juice masc nom/voc pl κραδίᾱͅ , κραδίας curdled with fig juice masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

  • πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

  • κραδίαις — καρδία heart fem dat pl κραδίας curdled with fig juice masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραδίη — καρδία heart fem nom/voc sg (epic ionic) κραδίας curdled with fig juice masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”